Του Γεωργίου Μέσκου, Δρος Θεολογίας
Α. Εισαγωγή
Όταν σκεπτόμαστε τον διάλογο της όποιας θρησκείας, ή ακριβέστερα της αντίστοιχης θεολογίας της, με την επιστήμη είναι αναγκαίο να απαντήσουμε σε ένα κεντρικό ερώτημα: ποιους αφορά αυτός ο διάλογος. Χαριτολογώντας μπορούμε να αναρωτηθούμε, άρα υπάρχει κάποια κυρία επιστήμη η οποία συζητά με κάποια κυρία θρησκεία ή θεολογία; Το ερώτημα δεν είναι τόσο αφελές όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Και αυτό γιατί αν δεν ορισθούν με σαφήνεια τα δύο μέρη της σχέσης, τότε ο καθένας δίνει ένα δικό του νόημα στις λέξεις και οδηγεί την συζήτηση εκεί που εκ των προτέρων θέλει. Στην περίπτωση αυτή, που είναι εξαιρετικά συνήθης, δεν έχουμε διάλογο αλλά παράλληλους και ασύμπτωτους μονολόγους που μάλλον δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Νομίζω ότι χωρίς βλάβη μπορούμε να αφήσουμε την λεπτολόγηση του τι είναι θρησκεία και τι είναι επιστήμη και να αναρωτηθούμε αν κάποιος ή κάποιοι εκφράζουν ή εκπροσωπούν την θρησκεία και την επιστήμη. Η απάντηση είναι σχεδόν προφανής. Δεν υπάρχει κάποιος που να εκπροσωπεί κατά ένα γενικευμένο τρόπο, είτε την θρησκεία είτε την επιστήμη. Όσον αφορά το παρελθόν, επειδή στον χριστιανικό κόσμο αφενός μεν η Εκκλησία αποτελούσε ένα ισχυρό θεσμό, αφετέρου η επιστημονική εξέλιξη διαμορφωνόταν από ένα σχετικά περιορισμένο αριθμό ανθρώπων, θα μπορούσε κανείς να καταγράψει την ιστορία της σχέσης της χριστιανικής Εκκλησίας και συγκεκριμένων επιστημόνων.
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το θέμα κινεί το ενδιαφέρον των ανθρώπων, αλλά πλέον η συζήτηση δεν γίνεται μεταξύ κάποιου θεσμού και κάποιων επιστημόνων, αλλά μέσα στις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την θρησκεία και για κάποιους λόγους προβληματίζονται από της γνώσεις και τις ιδέες που αναπτύσσονται από τους διάφορους επιστημονικούς κλάδους, καθώς και ανθρώπων που ασχολούνται στον χώρο της επιστήμης και προβληματίζονται για τις συνέπειες των επιστημονικών τους γνώσεων στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Έχει περάσει εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα από την εποχή που η θρησκεία ήταν η κυρίαρχη αξία και πηγή νομιμοποίησης μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Σήμερα είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης το γεγονός ότι η κυρίαρχη πηγή νομιμοποίησης είναι η επιστήμη. Η κυριαρχία της είναι τόσο έντονη που καταλήγει να γίνεται καταπιεστική και για τον λόγο αυτό πολλοί προσπαθούν να βρουν τρόπους για να βρεθεί χώρος και για άλλες εναλλακτικές πηγές νομιμοποίησης και αξιοπιστίας. Εν τούτοις κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία της επιστήμης σε εκτεταμένες περιοχές του ανθρώπινου βίου.
Β. Το νόημα του διαλόγου θρησκείας και επιστήμης
Οι προηγούμενες παρατηρήσεις στοιχειοθετούν την άποψη ότι, σήμερα ο διάλογος θρησκείας και επιστήμης που γίνεται στο νου και τις καρδιές των ανθρώπων, κατά κύριο λόγο έχει τον χαρακτήρα της ενίσχυσης και νομιμοποίησης ή το εντελώς αντίθετο της απόρριψης και απονομιμοποίησης, των θρησκευτικών πεποιθήσεων του ανθρώπου με την βοήθεια της επιστήμης. Με άλλα λόγια η αρχαία σύγκρουση μεταξύ της θρησκείας και της επιστήμης από το κοινωνικό πεδίο έχει μεταφερθεί στον εσωτερικό κόσμο μιας μερίδας ανθρώπων που έχουν ένα σχετικό ενδιαφέρον.
Αυτό που εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί είναι ότι αν και η επιρροή και η ισχύς των θεσμικών εκφράσεων των θρησκειών, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο υποχωρούν, εν τούτοις η θρησκευτικότητα ως στοιχείο της εσωτερικής ζωής των ανθρώπων, παραμένει ισχυρή και υπολογίσιμη. Είναι προφανές ότι σήμερα ο διάλογος θρησκείας και επιστήμης ενδιαφέρει και αφορά πρωτίστως αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους για τους οποίους η θρησκευτικότητα αποτελεί σημαντικό στοιχείο της προσωπικότητά τους.
Αφού έχουμε εντοπίσει αυτούς τους οποίους ενδιαφέρει και αφορά ο διάλογος θρησκείας και επιστήμης θα πρέπει να αναζητήσουμε και το νόημά του, στοχεύοντας στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών που πρέπει να έχει ώστε να το εκπληρώνει. Αυτός ο διάλογος εκφράζεται μέσα από διάφορα κείμενα που δημοσιεύονται είτε αυτοτελώς είτε σε ειδικά περιοδικά είτε ως πρακτικά συνεδρίων. Στην συνέχεια όταν αναφερόμαστε στον διάλογο θρησκείας και επιστήμης θα αναφερόμαστε σε αυτά τα κείμενα, ή οτιδήποτε ανάλογο.
Γ. Η θέση και ο ρόλος του διαλόγου θρησκείας και επιστήμης στις καρδιές των ανθρώπων
Πριν όμως προχωρήσουμε στην ανάπτυξη των σκέψεών μας θα πρέπει να θίξουμε ένα άλλο ζήτημα, το θέμα του αξιακού συστήματος του κάθε ανθρώπου. Πράγματι ο κάθε άνθρωπος αναπτύσσει κατά την διάρκεια της ζωής του ένα ιεραρχημένο αξιακό σύστημα. Δηλαδή για τον καθένα από εμάς κάποια πράγματα είναι σημαντικότερα από κάποια άλλα. Μπορεί σε ορισμένα ζητήματα να συμφωνούν πολλοί άνθρωποι μεταξύ τους, όμως σε άλλα είναι εντελώς φυσικό να διαφοροποιούνται λιγότερο ή περισσότερο. Για τον λόγο αυτό π.χ. δεν ψηφίζουν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο πολιτικό κόμμα, ή δεν επιλέγουν την, ή τον, ίδιο σύντροφο.
Έτσι και η θρησκευτικότητα δεν κατέχει την ίδια θέση στην καρδιά και το αξιακό σύστημα των ανθρώπων. Για κάποιους κατέχει μια υψηλή θέση ενώ για άλλους ενδεχομένως τους περισσότερους, βρίσκεται σε μια χαμηλότερη θέση. Η θέση που κατέχει η θρησκευτικότητα στην καρδιά και το αξιακό σύστημα του ανθρώπου αντανακλάται πλήρως στον τρόπο με τον οποίο αυτός προσεγγίζει το ζήτημα του διαλόγου θρησκείας και επιστήμης. Είτε πρόκειται για διανοούμενο, επιστήμονα ή θεολόγο, που μελετά και εργάζεται πάνω στο ζήτημα αυτό, είτε πρόκειται για ακροατή-αναγνώστη των παραγομένων έργων.
Οι άνθρωποι οι οποίο έχουν την θρησκεία σε μια υψηλή θέση είναι προφανές ότι έχουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον υπό συζήτηση διάλογο ενώ αντιθέτως αυτοί για τους οποίους η θρησκεία δεν είναι σημαντικό ζήτημα δεν έχουν κάποιο ενδιαφέρον. Αλλά και στους ανθρώπους οι οποίοι θεωρούν την θρησκεία κάτι σημαντικό πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε αυτούς για τους οποίους η θρησκεία είναι η κυρίαρχη αξία στην ζωή τους και αποτελεί ένα απόλυτο μέγεθος. (Είναι γνωστό ότι οι θρησκείες προβάλουν τέτοιες αξιώσεις και κάποιοι τις αποδέχονται. Όχι όμως όλοι). Και σε αυτούς που ίσως είναι περισσότεροι για τους οποίους η θρησκεία είναι απλά σημαντική.
Η πρώτη λοιπόν υποομάδα βρίσκεται σε μια αντιφατική θέση. Ενώ ουσιαστικά αποδέχεται τον ισχυρό και νομιμοποιητικό χαρακτήρα της επιστήμης, εν τούτοις είναι υποχρεωμένη να την βάλει σε δεύτερη μοίρα, εφόσον εξ ορισμού την πρώτη την κατέχει η θρησκεία. Ως αποτέλεσμα αυτής της υποχρέωσης είναι καταδικασμένη να υποτιμά την επιστήμη, και επειδή αυτό για προφανείς λόγους δεν είναι εύκολο, αναζητεί τρόπους ώστε να ανακαλύπτει τις γκρίζες ζώνες, όπου η επιστήμη δεν μπορεί να έχει καθαρό λόγο. Κατά τον τρόπο αυτό επιδιώκει, αξιοποιώντας τις ζώνες αυτές, να δημιουργεί χώρο που να μπορεί να υποδεχθεί τις απριόρι θρησκευτικές πεποιθήσεις της.
Αυτή η γραμμή σκέψης έχει ένα σημαντικό πρόβλημα: είναι λογικά ασυνεπής. Το γεγονός ότι υπάρχουν γνωστικές περιοχές στις οποίες η επιστημονική γνώση δεν είναι επαρκής, δεν σημαίνει ότι οι χώροι αυτοί είναι διαθέσιμοι για να φιλοξενήσουν την οποιαδήποτε αναπόδεικτη άποψη. Επομένως αυτή η γραμμή σκέψης είναι λογικά ανεπαρκής και εμπεριέχει μέσα της στοιχεία υποκειμενικής αυθαιρεσίας και έτσι τα κείμενα που την ακολουθούν ναι μεν μπορεί να ικανοποιούν κλειστές ομάδες ανθρώπων, αλλά αφήνουν αδιάφορους όλους τους υπόλοιπους. Αν περιγράψουμε την προσέγγιση αυτή με διαφορετικούς όρους θα πούμε ότι η στόχευση αυτής της γραμμής σκέψης είναι η αυτοδικαίωση.
Στην δεύτερη κατηγορία ανθρώπων, αυτή στην οποία η θρησκεία έχει μεν αξία αλλά δεν κατέχει κυριαρχική θέση στο αξιακό τους σύστημα, τα κείμενα και οι εργασίες που απευθύνονται σε αυτούς, προσπαθούν να κρατήσουν μια ισορροπημένη στάση ανάμεσα στην θρησκεία και την επιστήμη, προσεγγίζοντας με σεβασμό τις δύο αυτές εκφράσεις του ανθρώπινου πολιτισμού.
Τώρα όμως τα πράγματα είναι εξαιρετικά απαιτητικά. Τα κείμενα και οι εργασίες που απευθύνονται σε αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να χαρακτηρίζονται από μεγάλη αυτοσυνέπεια, δηλαδή να υπάρχει μια λογική ακολουθία από την αρχή μέχρι το τέλος τους, γιατί μόνο μια αυτοσυνεπής ανάλυση, πρόταση ή τοποθέτηση μπορεί να γίνει αποδεκτή από ένα ευρύ σύνολο ανθρώπων και να αποτελεί την βάση ενός διαλόγου. Μια πρόταση όταν δεν είναι αυτοσυνεπής, δεν μπορεί να εξυπηρετεί παρά την ανάγκη για αυτοδικαίωση ή να έχει πολεμικούς σκοπούς. Μια λοιπόν μη αυτοσυνεπής πρόταση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Δ. Τα κύρια πεδία συνάντησης και διαλόγου θρησκείας και επιστήμης
Στον διάλογο θρησκείας και επιστήμης παρατηρούνται ορισμένα επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ο διάλογος αυτός γίνεται κυρίως σε δύο πεδία, αυτό της κοσμολογίας και αυτό της ανθρωπολογίας αν και ορισμένες φορές καταλήγει στο πεδίο της θεολογίας, ως απόρροια της κοσμολογίας και της ανθρωπολογίας. Η αιτία είναι προφανής. Στα πεδία αυτά εμφανίζονται τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου, όπως τι είναι ζωή, ποιο το νόημα της, γιατί υπάρχει ο κόσμος, τι είναι η ψυχή, ο θάνατος, η ζωή μετά θάνατον κλπ. Στα πεδία αυτά θεωρείται ότι επιστημονική γνώση είναι ανεπαρκής ή ασαφής και επομένως υπάρχει χώρος και για μη επιστημονικό λόγο. Ένας τέτοιος λόγος είναι ο θρησκευτικός και είναι εντελώς φυσικό να συναντά την επιστήμη και να συνδιαλέγεται μαζί της ακριβώς στα πεδία αυτά. Στην συνέχεια λοιπόν θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε πιο αναλυτικά, τις απαιτήσεις αυτοσυνέπειας που πρέπει να διέπουν τα μοτίβα αυτά.
Στην περιοχή της κοσμολογίας η συζήτηση είναι παλαιά όσο και η ανθρώπινη σκέψη. Το ερώτημα είναι γιατί υπάρχει ο κόσμος που βλέπουμε γύρω μας και ποιο είναι, το νόημα της ύπαρξής του, αν βέβαια υπάρχει κάτι τέτοιο. Τα τελευταία χρόνια το ερώτημα επανήλθε, θα λέγαμε δριμύτερο, καθώς οι αστρονομικές και άλλες παρατηρήσεις έχουν πείσει την συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων ότι το σύμπαν είναι ανοικτό, δηλαδή έχει μια αρχή την περίφημη Μεγάλη Έκρηξη και θα συνεχίσει να επεκτείνεται επ’ αόριστο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε εύκολα ένα μοντέλο για το σύμπαν στο οποίο αυτό να είναι αιώνιο[1]. Είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε μια αρχή, δηλαδή να μιλήσουμε για δημιουργία.
Ας ονομάσουμε την Μεγάλη Έκρηξη ως σημείο Μηδέν. Από επιστημονική άποψη είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητήσουμε την ύπαρξή του, οπότε γεννιέται το εύλογο ερώτημα, τι υπήρχε πριν από το σημείο Μηδέν. Για τα ζητήματα που θέλουμε να θίξουμε εδώ δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες σχετικά με το σημείο Μηδέν. Δεν θέλουμε να μπούμε στην ουσία αλλά να οριοθετήσουμε ένα λογικά αποδεκτό προβληματισμό.
Είναι αποδεκτό στην επιστημονική κοινότητα ότι δεν είναι δυνατόν να φθάσει μέχρις εμάς οποιαδήποτε πληροφορία από την προ του σημείου Μηδέν κατάσταση. Επομένως η επιστήμη αδυνατεί τώρα, αλλά και στο προβλεπτό μέλλον, να μιλήσει για την κατάσταση αυτή με τυπικά επιστημονικό τρόπο. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως πολλοί επιστήμονες παρουσιάζουν διηγήσεις για την προ του σημείου Μηδέν κατάστασης οι οποίες έχουν επιστημονική δομή. Βέβαια παραμένουν πάντα αναπόδεικτες διηγήσεις, πλην όμως επιστημονικού χαρακτήρα. Ο αναπόδεικτος, τουλάχιστον για την ώρα, χαρακτήρας αυτών των διηγήσεων αφήνει ουσιαστικά ακάλυπτο το κενό, που δημιουργεί η άγνοια σχετικά με το τι υπήρχε πριν το Σημείο Μηδέν. Το κενό λοιπόν αυτό το οποίο από αρχαιοτάτων χρόνων κάλυπτε η θρησκεία γίνεται τώρα είναι πεδίο συνάντησης της επιστήμης με την θρησκεία. Το ζήτημα αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία καθώς το φαινόμενο της εξαιρετικής ρύθμισης των φυσικών σταθερών αμέσως μετά το σημείο Μηδέν, αποκλείει την πιθανότητα η Δημιουργία να είναι ένα τυχαίο γεγονός[2].
Αντίστοιχα ζητήματα υπάρχουν και στην ανθρωπολογία. Η σύνδεση του νου με τον εγκέφαλο, αν και είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης, παραμένει εξίσου πλήρως ακατανόητη. Με άλλα λόγια, η επιστήμη αδυνατεί να εξηγήσει πειστικά τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, δηλαδή το πνεύμα ή κοινώς την ψυχή του. Έτσι ο αρχαίος ανθρωπολογικός δυισμός παραμένει ισχυρός και αφήνει χώρο για μια θρησκευτικού τύπου ερμηνεία του ανθρώπου.
Στα πεδία αυτά γίνεται, κατά κύριο λόγο, η συνάντηση της θρησκείας και της επιστήμης και διεξάγεται ο σχετικός διάλογος. Αυτός ο διάλογος λοιπόν, προκειμένου να είναι γόνιμος, δηλαδή να μην έχει αποκλειστικά αυτοδικαιωτικό, πολεμικό ή προπαγανδιστικό χαρακτήρα πρέπει να εκπληρεί κάποιες προϋποθέσεις. Ουσιαστικά την εξής μία που ήδη αναφέραμε: πρέπει να υπάρχει λογική αυτοσυνέπεια σε ολόκληρο το μήκος και το πλάτος της οποιασδήποτε πρότασης, κριτικής ή άποψης θα παρουσιάσει ένας επιστήμονας ή θεολόγος πάνω στα ζητήματα αυτά.
Η απαίτηση αυτή δεν είναι καθόλου τετριμμένη, γιατί όταν κάποιος υποστηρίζει μία άποψη, έχει την προδιάθεση ανάλογα με την εκάστοτε προσωπική τοποθέτηση να είναι αυστηρά κριτικός στο ένα κομμάτι και ελάχιστα κριτικός στο άλλο. Αν π.χ. έχει την διάθεση να τονίσει την υπεροχή της επιστήμης επί της θρησκείας είναι εξαιρετικά αυστηρός στην κριτική τη θρησκείας και η λογική του σκέψη χαλαρώνει όταν έρχεται στα της επιστήμης και βέβαια συμβαίνει και το αντίθετο. Υπάρχει μια εύλογη εξήγηση: δύσκολα κάποιος μπορεί να κατέχει σε βάθος και τους δύο χώρους, της θρησκείας και της επιστήμης, οπότε είναι εύκολο να υπάρχει μια ακούσια ανισομέρεια. Αυτό το αναπόφευκτο γεγονός όμως δεν δικαιολογεί την αλά καρτ χρήση της λογικής που καταλήγει να έχει ως αποτέλεσμα την χειραγώγηση και παραπλάνηση του αναγνώστη ή ακροατή, κάτι που βέβαια μειώνει την αξία της όλης προσπάθειας.
Ε. Οι συνήθεις περιπτώσεις έλλειψης αυτοσυνέπειας
Στην συνέχεια θα παρουσιάσουμε κάποιες συνήθεις περιπτώσεις παραβίασης της λογικής αυτοσυνέπειας. Ένας πολύ διαδεδομένος τέτοιος τρόπος είναι η αυθαίρετη απόδοση επιμέρους ιδιοτήτων στο σύνολο. Συνήθως έχει την ακολουθία σκέψης του τύπου, η επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει αξιόπιστα στο ερώτημα τι υπήρχε πριν το σημείο Μηδέν, ή να εξηγήσει πειστικά την σχέση νου και εγκεφάλου. Μέχρι εδώ όλα καλά, αλλά, όταν έχουμε παρασπονδία, η ακολουθία της σκέψης συνεχίζεται συνήθως σιωπηλώς στην τοποθέτηση ότι επομένως η επιστήμη είναι αναξιόπιστη και σε άλλα θέματα. Για να καταλήξει στο τελικό συμπέρασμα: η επιστήμη δεν είναι αξιόπιστη πηγή γνώσης, άρα πρέπει να αναζητήσουμε την πραγματική γνώση αλλού. Και αντίστοιχα αντιλήψεις του τύπου, πολλοί θρησκευόμενοι είναι φανατικοί επομένως οι θρησκείες είναι πηγή φανατισμού, ή η επιστήμη έχει τόσες και τέτοιες επιτυχίες, οπότε μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι κάποτε θα μας πει τι υπήρχε πριν το σημείο Μηδέν ή θα εξηγήσει πλήρως την σχέση νου και εγκεφάλου και θα μπορούμε κάποια στιγμή να αποθηκεύουμε τις αναμνήσεις μας σε σκληρούς δίσκους…
Ένας ανάλογος λανθασμένος τρόπος σκέψης είναι αυτός που ισχυρίζεται ότι η επιστήμη δεν μπορεί να διατυπώσει μια ελέγξιμη θεωρία για πριν από το σημείο Μηδέν, και επομένως όσον αφορά τα γεγονότα πριν από το σημείο Μηδέν μπορεί κανείς να διατυπώσει όποια θεωρία θέλει. Με άλλα λόγια όλες οι θεωρίες-απόψεις που διατυπώνονται για την κατάσταση πριν το σημείο Μηδέν είναι λογικά ισοδύναμες. Αυτό ως ένα σημείο είναι αληθές, το ζήτημα όμως είναι ότι εμείς που κάνουμε αυτές τις θεωρίες είμαστε μετά το σημείο Μηδέν, κάτι που όπως θα δούμε στην συνέχεια γρήγορα καταστρέφει αυτή η ισοδυναμία.
Προηγουμένως όμως πρέπει να γίνει μία διασάφηση που συχνά φαίνεται ότι παραθεωρείται από όσους ασχολούνται με το ζήτημα της δημιουργίας του σύμπαντος από το μηδέν. Το ερώτημα τι ακριβώς είναι αυτό το μηδέν. Στην πραγματικότητα η ανθρώπινη σκέψη δεν μπορεί να συλλάβει μια έννοια που να ταυτίζεται με το απόλυτο μηδέν, με το απόλυτο τίποτα. Στην θέση αυτού του απόλυτου τίποτα πάντα οι άνθρωποι τοποθετούν κάτι. Αυτό το κάτι οι διάφοροι πολιτισμοί του αποδίδουν ποικίλες ιδιότητες που όμως όλες έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Είναι η αιτία, η πηγή, το οντολογικό υπόβαθρο του κόσμου που παρατηρούμε αλλά και του ίδιου του ανθρώπου.
Αυτό το κάτι μέχρι την σύγχρονη εποχή ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποκλειστικά από τις θρησκείες και συνήθως συνδέεται με ένα κάποιο τρόπο με την θεότητα που πρεσβεύει η κάθε θρησκεία. Οι άνθρωποι των θρησκειών και οι θεολόγοι θεωρούν ότι δίδουν απάντηση στο ερώτημα της προέλευσης του σύμπαντος επικαλούμενοι την θεότητα ως αφετηρία της ιστορίας του σύμπαντος και της ανθρωπότητας. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως και επιστήμονες θεωρούν ότι δίδουν την δική τους απάντηση στο ερώτημα του πως ξεκίνησε η ιστορία του σύμπαντός και αρκετοί από αυτούς θεωρούν ότι πλέον δεν χρειάζονται την θρησκεία και την επίκληση μιας θεότητας για να εξηγήσουν την αφετηρία της ύπαρξης.
Όμως και οι δύο γραμμές σκέψης κρινόμενες από λογική άποψη είναι λανθασμένες. Αν κανείς θεωρεί ότι για κάθε τι πρέπει να υπάρχει μια αιτία και επομένως αναζητεί την αιτία του σύμπαντος, δεν δίνει απάντηση με το να επικαλεσθεί την θεότητα γιατί θα πρέπει να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα ποια είναι η αιτία της θεότητας. Αν θεωρεί ότι η αλυσίδα των αιτίων και αιτιατών σταματά στην θεότητα, θα πρέπει να εξηγήσει πειστικά γιατί δεν σταματά κάπου νωρίτερα. Από την άλλη δεν αποτελεί απάντηση στο ερώτημα της δημιουργίας μια θεωρία που για να εξηγήσει την Μεγάλη Έκρηξη επικαλείται κάποιο φυσικό νόμο είτε κάποια αρχέγονη κατάσταση[3]. Είτε προσπαθεί με κάποιο τρόπο να εμφανίσει μια θεωρία για το Σύμπαν στην οποία να μην υπάρχει Μεγάλη Έκρηξη επαναφέροντας την ιδέα του αιώνια επαναλαμβανόμενου σύμπαντος. Το ερώτημα παραμένει αναλλοίωτο: ποια είναι η αιτία αυτού του αιώνιου σύμπαντος. Ή αλλιώς τι το έκανε να ξεπηδήσει από το τίποτα, για να συνεχίσει να ζει εις το διηνεκές.
Από καθαρά λοιπόν λογική άποψη, είτε κανείς επικαλεσθεί κάποια θεϊκή αρχή είτε κάποιο φυσικό νόμο, ώστε να εξηγήσει το γεγονός της δημιουργίας, είναι ένα και το αυτό πράγμα. Η συνέχεια όμως, όπως ήδη σημειώσαμε, δεν είναι καθόλου ίδια ή τετριμμένη. Και τούτο γιατί η απαίτηση της αυτοσυνέπειας καθιστά αναγκαίο το γεγονός ή όποια θρησκευτική ή επιστημονική θεωρία αναπτύσσει κάποιος για την προ του σημείου Μηδέν κατάσταση, αυτή θα πρέπει να είναι συμβατή με όσα παρατηρούμε για το μετά το σημείο Μηδέν. Εδώ βρίσκεται η κρίσιμη απαίτηση που διαφοροποιεί τα πράγματα.
Αυτή συμβατότητα του πριν με το μετά είναι αυτονόητη στην επιστημονική προσέγγιση, στην θρησκευτική προσέγγιση όμως κάθε άλλο παρά είναι αυτονόητη. Στην πραγματικότητα όλες οι θρησκείες, και η χριστιανική, αναπτύσσουν μια διήγηση για τα πριν στοχεύοντας όμως στο μετά. Αναπτύσσουν λοιπόν εξίσου μια διήγηση για την ιστορία του σύμπαντος και του ανθρώπου για μετά το σημείο Μηδέν. Η διήγηση αυτή στηρίζεται στις γνώσεις των ανθρώπων της αρχαιότητας που ήταν προφανώς πολύ περιορισμένες. Αντιστοίχως η επιστήμη έχει αναπτύξει μια ενδελεχέστατη διήγηση για την μετά το σημείο Μηδέν ιστορία του σύμπαντος και του ανθρώπου που θεμελιώνεται σε τεράστιο όγκο παρατηρησιακών και άλλων δεδομένων.
Είναι προφανές ότι η διήγηση των θρησκειών και της επιστήμης δεν μπορούν να συμπίπτουν. Είναι επίσης προφανές ότι όσο πιο λεπτομερειακή είναι η θρησκευτική διήγηση τόσο περισσότερες ασυμβατότητες θα παρουσιάζει, καθότι μια ασαφής και γενικόλογη διήγηση εύκολα κάποιος μπορεί να την προσαρμόσει όπως θέλει. Αυτή είναι η αιτία που η διήγηση των μονοθεϊστών θρησκειών και ειδικότερα του χριστιανισμού εμφανίζει τα μεγαλύτερα προβλήματα. Ο λόγος είναι ότι περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τόσο την ιστορία του σύμπαντος όσο και την ιστορία του ανθρώπου, με βάση ουσιαστικά τις γνώσεις που είχε ο Αριστοτέλης.
Το πεδίο λοιπόν συνάντησης και του διαλόγου της θρησκείας γενικά αλλά και του Ορθόδοξου Χριστιανισμού ειδικά με την επιστήμη στην πραγματικότητα είναι η ιστορία του σύμπαντος και του ανθρώπου μετά το σημείο Μηδέν, μετά την Δημιουργία. Είναι γεγονός ότι η βιβλική διήγηση για τον κόσμο και τον άνθρωπο για αιώνες είχε επιστημονική αξία. Όταν φάνηκε ότι η επιστημονικότητα της Βίβλου είναι αμφίβολη, προκλήθηκε κάποιο σοκ που βάρυνε τις σχέσης της Εκκλησίας με την Επιστήμη, όμως πλέον αυτό το σοκ έχει εν πολλοίς αφομοιωθεί. Η πλειοψηφία των χριστιανών αποδέχεται τον συμβολικό χαρακτήρα της βιβλικής ιστορίας. Το ενδιαφέρον πλέον της συνάντησης της χριστιανικής πίστης με την επιστήμη μεταφέρεται στο επίπεδο του νοήματος.
Συγκεκριμένα ο διάλογος θρησκείας και επιστήμης πλέον δεν μπορεί να αφορά την υποτιθέμενη επιστημονικότητα της (κάθε) θρησκείας, αλλά την συμβατότητα των συμβολικών της νοημάτων με τον κόσμο της εμπειρικής πραγματικότητας. Δηλαδή την συμβατότητα των νοημάτων που θεμελιώνονται πριν το σημείο Μηδέν με την πραγματικότητα μετά το σημείο Μηδέν, όπως αυτή φανερώνεται από την επιστημονική γνώση και την καθημερινή εμπειρία. Εδώ είναι που διακυβεύεται η λογική συνοχή και συνέπεια μιας θεολογική ή άλλης διήγησης που αφορά το ζήτημα αυτό.
Εν τούτοις υπάρχει ακόμα μία σοβαρή δυσκολία στην οποία είναι πιθανόν να σκοντάψουν αυτοί που ασχολούνται με τον διάλογο θρησκείας και επιστήμης. Η επιστημονική γνώση έχει ένα τεράστιο εύρος και πλάτος και τα όριά της διαρκώς επεκτείνονται. Όταν κάποιος θελήσει να μιλήσει για τον διάλογο αυτό θα πρέπει να έχει υπόψη του το σύνολο της επιστημονικής γνώσης και όχι ένα τμήμα της. Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι οι απαιτήσεις συνέπειας και συνοχής δεν μπορούν να αφορούν π.χ. μόνο τον χώρο της κοσμολογίας ή της ανθρωπολογίας αλλά θα πρέπει να επεκτείνονται σε όλο το φάσμα των επιστημών. Αυτό είναι γεγονός ιδιαίτερα απαιτητικό και ουσιαστικά θέτει τον διάλογο αυτό στο επίπεδο της διαθεματικότητας γιατί απαιτεί σύνθεση γνώσεων από πολλά επιστημονικά πεδία και επομένως προβάλει την ομαδική εργασία ως απόλυτη αναγκαιότητα.
ΣΤ. Συμπέρασμα
Στην πραγματικότητα ο Ορθόδοξος χριστιανός που δεν ανήκει στην κατηγορία των φανατικών περιμένει πρωτίστως από την Εκκλησία και την θεολογία της απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η συζήτηση που περιγράψαμε. Και τα ερωτήματα είναι πολλά και ποικίλα, τόσο όσον αφορά την ιστορία του σύμπαντος αλλά ακόμα περισσότερο όσον αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο.
Η τακτική της υποστήριξης εκ μέρους των θεολόγων κόκκινων γραμμών τις οποίες δεν επιτρέπεται να περνά η επιστήμη, ή της μείωσης της αξιοπιστίας της επιστήμης, δεν είναι πειστική και το αποτέλεσμά της είναι το ενδιαφέρον για την χριστιανική θεολογία να περιορίζεται σε ανθρώπους που ανήκουν σε περιθωριακούς θύλακες της σύγχρονης κοινωνίας. Για να μπορέσει η ορθόδοξη θεολογία να βγει από το περιθώριο θα πρέπει οι λέξεις και οι έννοιες που χρησιμοποιεί να αποκτήσουν νόημα μέσα στον καμβά της σύγχρονης πραγματικότητας. Και αυτόν τον καμβά τον δημιουργεί η επιστημονική γνώση.
Έννοιες όπως Θεός, Πρόσωπο, άνθρωπος, ψυχή, σώμα, αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου, αμαρτία και λύτρωση κλπ. θα πρέπει να αποκτήσουν νόημα μέσα σε αυτό που ο σύγχρονος άνθρωπος αποδέχεται ως πραγματικότητα και αυτήν την πραγματικότητα την ανακαλύπτει και την περιγράφει η επιστήμη. Π.χ. το ερώτημα πλέον δεν είναι αν η θεωρία της εξέλιξης είναι αληθινή, ή η υποτιθέμενη συμβατότητά της με την Βίβλο, αλλά πως μπορεί κανείς να συμβιβάσει την ιδέα ενός Θεού της αγάπης με τα δισεκατομμύρια χρόνια που διήρκεσε η εξέλιξη και την τραγωδία, τον πόνο και το αίμα με το οποίο αυτή συνοδεύτηκε. Υπάρχουν πολλά ουσιώδη ανάλογα ερωτήματα που αναμένουν απάντηση από τις θρησκείες, αλλά και ειδικά από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η απροθυμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας να δώσει απαντήσεις που να είναι πειστικές, εξασθενεί ουσιωδώς τον λόγο και την μαρτυρία της. Επομένως ο διάλογος της χριστιανικής ορθόδοξης θεολογίας με την επιστήμη δεν μπορεί παρά να έχει ως κεντρικό στόχο, τα πιστεύω του χριστιανισμού να προσγειωθούν με πειστικό τρόπο στον πλανήτη γη, ή αν τεθεί αλλιώς να ανακτήσουν οι έννοιες που προαναφέραμε πραγματικό νόημα στα αυτιά και τις καρδιές των σύγχρονων ανθρώπων. Εννοείται βέβαια των ανθρώπων που δεν είναι πρόθυμοι να πιστέψουν ότι πετάει ο γάιδαρος, επειδή το λέει η (όποια) θρησκεία.
Πέραν των παραπάνω τα οποία απευθύνονται στο ευρύ κοινό, υπάρχει και ένα άλλο πεδίο, πλέον εξειδικευμένο, όπου η θεολογία συναντά την επιστήμη, όχι σε επίπεδο νομιμοποίησης όσο σε επίπεδο σύνθεσης. Η κάθε θεολογική παράδοση κουβαλά μέσα της μια γνώση, η οποία μπορεί να τύχει αξιοποίησης από την επιστημονική σκέψη. Η γνώση αυτή μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης στην αντιμετώπιση επιστημονικών θεμάτων που θεμελιώνονται πάνω σε όχι απόλυτα προσδιορισμένες μεταφυσικές προϋποθέσεις. Το ζήτημα αυτό απαιτεί ειδική παρουσίαση και μένει να αναπτυχθεί σε ένα επόμενο κείμενο.
Λοιπόν υπάρχει πράγματι πεδίον δόξης λαμπρό για τον διάλογο της (ορθόδοξης) θεολογίας και της επιστήμης.
[1]Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει σταματήσει η προσπάθεια για μια ερμηνεία του κόσμου που να βασίζεται σε ένα αιώνιο σύμπαν. Χαρακτηριστική η εργασία του Roger Penroge στο Cycles of Time An Extraordinary New Viewof the Universe, The Bodley Head 2010 και I’m reading Collapse: Has quantum theory’s greatest mystery been solved? via the New Scientist International Edition https://www.newscientist.com/article/mg23130820-200-collapse-has-quantum-theorys-greatest-mystery-been-solved/
[2] Μια καταγραφή του σχετικού προβληματισμού από επιστημονική άποψη υπάρχει στο Krauss, Lawrence Maxwell. A universe from nothing : why there is something rather than nothing/ Lawrence M. Krauss iBooks. FREE PRESS 2012
[3] https://www.newscientist.com/article/mg23130890-400-metaphysics-special-why-is-there-something-rather-than-nothing/